- υποστηρίζω
- υποστήριξα, υποστηρίχτηκα, υποστηριγμένος1. στηρίζω αποκάτω, υποβαστάζω: Τα θεμέλια υποστηρίζουν την οικοδομή.2. μτφ., βοηθώ, ενισχύω, προστατεύω, υπερασπίζω, συνηγορώ: Ο δικηγόρος υποστηρίζει τους πελάτες του στο δικαστήριο.3. ισχυρίζομαι επίμονα: Υποστηρίζει ότι έχει δίκιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.